- βουλήεις
- βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) [βουλή]αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουλήεις — of good counsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek